- ἐνῇδον
- ἐν-ἀείδωil.Parv..imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)ἐν-ἀείδωil.Parv..imperf ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενάδω — ἐνᾴδω (Α) τραγουδώ ή ψάλλω ανάμεσα σε άλλους («ἐναρμόνια μέλη ἐνῇδον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek